- βρομόπαιδο
- τοπαιδί βρόμικο ή κακό, παλιόπαιδο, παιδί πολύ ζωηρό: Έχει ένα βρομόπαιδο που αναστατώνει όλη την πολυκατοικία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βρομόπαιδο — το 1. ακάθαρτο παιδί 2. αδιάντροπο παιδί, παλιόπαιδο … Dictionary of Greek
βρόμα — η 1. κακοσμία, δυσωδία 2. ακαθαρσία 3. (για γυναίκα) ανήθικη, πόρνη 4. (για άντρα) αισχρός, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή < αρχ. βρώμα «δυσώδης φαγέδαινα του στόματος». Περισσότερα για την ετυμολογία και τη… … Dictionary of Greek